- εὐχρημάτιστος
- εὐχρημάτιστοςgood man of businessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευχρημάτιστος — εὐχρημάτιστος, ον (Α) 1. αυτός που έχει αφθονία χρημάτων, ο πλούσιος 2. μτφ. αυτός που είναι προικισμένος με πολλά χαρίσματα 3. ο καλός επιχειρηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χρηματίζω] … Dictionary of Greek
εὐχρηματίστους — εὐχρημάτιστος good man of business masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχρημάτιστα — εὐχρημάτιστος good man of business neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)